↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στεάτωμα τα στεατώματα
      γενική του στεατώματος των στεατωμάτων
    αιτιατική το στεάτωμα τα στεατώματα
     κλητική στεάτωμα στεατώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στεάτωμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή στεάτωμα < ελληνιστική κοινή στεατόομαι[1][2]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

στεάτωμα ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. στεάτωμα - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. στεάτωμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας