Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σταχτοθήκη οι σταχτοθήκες
      γενική της σταχτοθήκης των σταχτοθηκών
    αιτιατική τη σταχτοθήκη τις σταχτοθήκες
     κλητική σταχτοθήκη σταχτοθήκες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σταχτοθήκη < (στάχτη) σταχτο- + -θήκη
 
σταχτοθήκη από μπλε γυαλί

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σταχτοθήκη θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία