σταφίδιασμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σταφίδιασμα < σταφιδιάζω + -μα
Ουσιαστικό
επεξεργασίασταφίδιασμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του σταφιδιάζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία σταφίδιασμα
|
σταφίδιασμα ουδέτερο
|