↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σταυρότυπος η σταυρότυπη το σταυρότυπο
      γενική του σταυρότυπου της σταυρότυπης του σταυρότυπου
    αιτιατική τον σταυρότυπο τη σταυρότυπη το σταυρότυπο
     κλητική σταυρότυπε σταυρότυπη σταυρότυπο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σταυρότυποι οι σταυρότυπες τα σταυρότυπα
      γενική των σταυρότυπων των σταυρότυπων των σταυρότυπων
    αιτιατική τους σταυρότυπους τις σταυρότυπες τα σταυρότυπα
     κλητική σταυρότυποι σταυρότυπες σταυρότυπα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σταυρότυπος < ελληνιστική κοινή σταυρότυπος

  Επίθετο

επεξεργασία

σταυρότυπος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



ζητούμενο λήμμα