σταθμαρχείο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σταθμαρχείο < σταθμάρχης + -είο
Ουσιαστικό
επεξεργασίασταθμαρχείο ουδέτερο
- το γραφείο ενός σταθμάρχη ή το κτήριο / ο χώρος που εργάζεται ένας σταθμάρχης ή βρίσκεται εκεί ως επικεφαλής
Μεταφράσεις
επεξεργασία σταθμαρχείο
|