↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σταθεροθερμία οι σταθεροθερμίες
      γενική της σταθεροθερμίας των σταθεροθερμιών
    αιτιατική τη σταθεροθερμία τις σταθεροθερμίες
     κλητική σταθεροθερμία σταθεροθερμίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σταθεροθερμία < σταθερ(ός) + -ο- + θερμ(ός) + -ία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σταθεροθερμία θηλυκό

  • η σταθερότητα της θερμοκρασίας ενός χώρου για μεγάλο χρονικό διάστημα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)