στάφνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | στάφνη | οι | στάφνες |
γενική | της | στάφνης | των | σταφνών |
αιτιατική | τη | στάφνη | τις | στάφνες |
κλητική | στάφνη | στάφνες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- στάφνη < στάθμη < αρχαία ελληνική στάθμη
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστάφνη θηλυκό
- (λαϊκότροπο) η στάθμη, το νήμα της στάθμης
- (λαϊκότροπο) το αλφάδι