Ετυμολογία

επεξεργασία
σταφνίζω < στάφνη + -ίζω

σταφνίζω

  1. (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του σταθμίζω
  2. (λαϊκότροπο) αλφαδιάζω

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία