Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των κλίσεων που χρειάζονται έλεγχο.
Παρατηρήσεις:  Αν έχει δύο πληθυντικούς. ‑‑Sarri.greek  | 21:58, 20 Ιανουαρίου 2023 (UTC)

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σπορεύς οἱ σπορεῖς - σπορῆς*
      γενική τοῦ σπορέως τῶν σπορέων
      δοτική τῷ σπορεῖ τοῖς σπορεῦσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν σπορέ τοὺς σπορέᾱς
     κλητική ! σπορεῦ σπορεῖς - σπορῆς*
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σπορ1 ή σπορεῖ2
γεν-δοτ τοῖν  σπορέοιν
* αττικός τύπος
1 όπως στη Γραμματική του Smyth
2 όπως στη Γραμματική Γυμνασίου-Λυκείου Οικονόμου.
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'βασιλεύς' όπως «βασιλεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σπορεύς < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σπορεύς, -έως αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία