σποδιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σποδιά | οι | σποδιές |
γενική | της | σποδιάς | των | σποδιών |
αιτιατική | τη | σποδιά | τις | σποδιές |
κλητική | σποδιά | σποδιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σποδιά < αρχαία ελληνική σποδιά[1] / σποδός
Ουσιαστικό
επεξεργασίασποδιά θηλυκό
- (αρχαιοπρεπές) σωρός από στάχτη
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σποδιά
|
Πηγές
επεξεργασία- σποδιά - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σποδιά - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.