σπιτότοπος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /spiˈto.to.pos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σπι‐τό‐το‐πος
Ουσιαστικό
επεξεργασίασπιτότοπος αρσενικό [1]
Μεταφράσεις
επεξεργασία σπιτότοπος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σπιτότοπος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
- ↑ Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.