σπιθουράκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σπιθουράκι | τα | σπιθουράκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | σπιθουράκι | τα | σπιθουράκια |
κλητική | σπιθουράκι | σπιθουράκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σπιθουράκι < σπιθούρι + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /spi.θuˈɾa.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σπι‐θου‐ρά‐κι
Ουσιαστικό επεξεργασία
σπιθουράκι ουδέτερο
- (υποκοριστικό) μικρό σπιθούρι
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε σπυρί
σπιθουράκι
→ δείτε τη λέξη σπυράκι |