Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σπαρολόγος οι σπαρολόγοι
      γενική του σπαρολόγου των σπαρολόγων
    αιτιατική τον σπαρολόγο τους σπαρολόγους
     κλητική σπαρολόγε σπαρολόγοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σπαρολόγος < σπάρ(ος) + -ο- + -λόγος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σπαρολόγος αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.