σοφράς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σοφράς | οι | σοφράδες |
γενική | του | σοφρά | των | σοφράδων |
αιτιατική | τον | σοφρά | τους | σοφράδες |
κλητική | σοφρά | σοφράδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σοφράς < (άμεσο δάνειο) τουρκική sofra < αραβική سفره (sufra)
Ουσιαστικό επεξεργασία
σοφράς αρσενικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
σοφράς
|