Δείτε επίσης: Σουνιάρατος
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / σουνιάρατος τὸ σουνιάρατον
      γενική τοῦ/τῆς σουνιαράτου τοῦ σουνιαράτου
      δοτική τῷ/τῇ σουνιαράτ τῷ σουνιαράτ
    αιτιατική τὸν/τὴν σουνιάρατον τὸ σουνιάρατον
     κλητική ! σουνιάρατε σουνιάρατον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ σουνιάρατοι τὰ σουνιάρατ
      γενική τῶν σουνιαράτων τῶν σουνιαράτων
      δοτική τοῖς/ταῖς σουνιαράτοις τοῖς σουνιαράτοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς σουνιαράτους τὰ σουνιάρατ
     κλητική ! σουνιάρατοι σουνιάρατ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ σουνιαράτω τὼ σουνιαράτω
      γεν-δοτ τοῖν σουνιαράτοιν τοῖν σουνιαράτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σουνιάρατος < Σούνι(ον) + -άρατος (< ἀράομαι (παρακαλώ))

  Επίθετο

επεξεργασία

σουνιάρατος, -ος, -ον