σουμάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σουμάκι | τα | σουμάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | σουμάκι | τα | σουμάκια |
κλητική | σουμάκι | σουμάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία
επεξεργασία
- σουμάκι < (άμεσο δάνειο) αραβική سمّاق (summaq) + -ι < κλασική συριακή ܣܘܡܩ (summāq, κόκκινος)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σουμάκι ουδέτερο
- (φυτό) γένος θάμνων και μικρών δέντρων που εμφανίζονται σε υποτροπικές και εύκρατες περιοχές
- (μπαχαρικό) ο κόκκινος καρπός αυτού του φυτού
Συνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία-
σουμάκι στη Βικιπαίδεια