Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σουμάκι τα σουμάκια
      γενική
    αιτιατική το σουμάκι τα σουμάκια
     κλητική σουμάκι σουμάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Tο μπαχαρικό σουμάκι.

  Ετυμολογία επεξεργασία

σουμάκι < (άμεσο δάνειο) αραβική سمّاق (summaq) + < κλασική συριακή ܣܘܡܩ (summāq, κόκκινος)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σουμάκι ουδέτερο

  1. (φυτό) γένος θάμνων και μικρών δέντρων που εμφανίζονται σε υποτροπικές και εύκρατες περιοχές
  2. (μπαχαρικό) ο κόκκινος καρπός αυτού του φυτού

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία