Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σουγιάς οι σουγιάδες
      γενική του σουγιά των σουγιάδων
    αιτιατική τον σουγιά τους σουγιάδες
     κλητική σουγιά σουγιάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σουγιάς < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σουγιάς αρσενικό

  • μαχαίρι στο οποίο η λεπίδα έχει τη δυνατότητα να διπλώνεται και να μπαίνει μέσα στη λαβή

Συγγενικά επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία