ενικός         πληθυντικός  
pocketknife pocketknives

  Ετυμολογία

επεξεργασία
pocketknife < pocket + knife

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

pocketknife (en)

  • ο σουγιάς
    ⮡  a Swiss army pocketknife - ελβετικός σουγιάς