σοσονάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σοσονάκι | τα | σοσονάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | σοσονάκι | τα | σοσονάκια |
κλητική | σοσονάκι | σοσονάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σοσονάκι < σοσόν(ι) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /so.soˈna.ki/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σο‐σο‐νά‐κι
Ουσιαστικό επεξεργασία
σοσονάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του σοσόνι
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε σοσόνι
σοσονάκι
|