↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σομφότης οι σομφότητες
      γενική της σομφότητος των σομφοτήτων
    αιτιατική τη σομφότητα τις σομφότητες
     κλητική σομφότης σμοφότητες
όπως «αρχαιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σομφότης < αρχαία ελληνική σομφότης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σομφότης θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σομφότης αἱ σομφότητες
      γενική τῆς σομφότητος τῶν σομφοτήτων
      δοτική τῇ σομφότητ ταῖς σομφότησ(ν)
    αιτιατική τὴν σομφότητ τὰς σομφότητᾰς
     κλητική ! σομφότης σομφότητες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σομφότητε
γεν-δοτ τοῖν  σομφοτήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ζητούμενο λήμμα