σολόδερμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σολόδερμα ουδέτερο
- χοντρό και σκληρό κομμάτι δέρματος που χρησιμοποιείται για να κατασκευαστούν ή επιδιορθωθούν σόλες παπουτσιών
Μεταφράσεις επεξεργασία
σολόδερμα
|