Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σολόδερμα τα σολοδέρματα
      γενική του σολοδέρματος των σολοδερμάτων
    αιτιατική το σολόδερμα τα σολοδέρματα
     κλητική σολόδερμα σολοδέρματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σολόδερμα < σόλ(α) + -ο- + δέρμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σολόδερμα ουδέτερο

  • χοντρό και σκληρό κομμάτι δέρματος που χρησιμοποιείται για να κατασκευαστούν ή επιδιορθωθούν σόλες παπουτσιών
     συνώνυμα: πελματόδερμα

  Μεταφράσεις επεξεργασία