Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σολομώντειος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
σολομώντει
ος
η
σολομώντει
α
το
σολομώντει
ο
γενική
του
σολομώντει
ου
της
σολομώντει
ας
του
σολομώντει
ου
αιτιατική
τον
σολομώντει
ο
τη
σολομώντει
α
το
σολομώντει
ο
κλητική
σολομώντει
ε
σολομώντει
α
σολομώντει
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
σολομώντει
οι
οι
σολομώντει
ες
τα
σολομώντει
α
γενική
των
σολομώντει
ων
των
σολομώντει
ων
των
σολομώντει
ων
αιτιατική
τους
σολομώντει
ους
τις
σολομώντει
ες
τα
σολομώντει
α
κλητική
σολομώντει
οι
σολομώντει
ες
σολομώντει
α
ομάδα 'ωραίος'
,
Κατηγορία
όπως «
θαυμάσιος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
σολομώντειος
<
Σολομών
Επίθετο
επεξεργασία
σολομώντειος, -α, -ο
που αναφέρεται ή ανήκει στον
Σολομώντα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σολομώντειος
ιταλικά
:
salomonico
(it)