σοκακού
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασοκακού θηλυκό
- γυναίκα που περιφέρεται εδώ κι εκεί, που ξεπορτίζει συνέχεια· η σοκακιάρα
Άλλες μορφές
επεξεργασία- σουκακού (ιδιωματικό, προφορικό)
Μεταφράσεις
επεξεργασία σοκακού
|