↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σοδομιτικός η σοδομιτική το σοδομιτικό
      γενική του σοδομιτικού της σοδομιτικής του σοδομιτικού
    αιτιατική τον σοδομιτικό τη σοδομιτική το σοδομιτικό
     κλητική σοδομιτικέ σοδομιτική σοδομιτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σοδομιτικοί οι σοδομιτικές τα σοδομιτικά
      γενική των σοδομιτικών των σοδομιτικών των σοδομιτικών
    αιτιατική τους σοδομιτικούς τις σοδομιτικές τα σοδομιτικά
     κλητική σοδομιτικοί σοδομιτικές σοδομιτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σοδομιτικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

σοδομιτικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία