↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σοδομισμός οι σοδομισμοί
      γενική του σοδομισμού των σοδομισμών
    αιτιατική τον σοδομισμό τους σοδομισμούς
     κλητική σοδομισμέ σοδομισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σοδομισμός < σοδομ(ία) + -ισμός [1] (λόγιο δάνειο) γαλλική sodomisme[2] → και δείτε τη λέξη σοδομία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /so.ðo.miˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σο‐δο‐μι‐σμός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σοδομισμός αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σοδομισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. «Σόδομα» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.