σνομπαρία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σνομπαρία | οι | σνομπαρίες |
γενική | της | σνομπαρίας | — | |
αιτιατική | τη | σνομπαρία | τις | σνομπαρίες |
κλητική | σνομπαρία | σνομπαρίες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σνομπαρία θηλυκό
- κύκλος σνομπ ανθρώπων
- το φέρσιμο, η συμπεριφορά του σνομπ
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη σνομπ
Μεταφράσεις επεξεργασία
σνομπαρία
|