Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σνομπαρία οι σνομπαρίες
      γενική της σνομπαρίας
    αιτιατική τη σνομπαρία τις σνομπαρίες
     κλητική σνομπαρία σνομπαρίες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σνομπαρία < σνομπ + -αρία < αγγλική snob

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σνομπαρία θηλυκό

  1. κύκλος σνομπ ανθρώπων
  2. το φέρσιμο, η συμπεριφορά του σνομπ

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία