Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σλαυολόγος οἱ σλαυολόγοι
      γενική τοῦ σλαυολόγου τῶν σλαυολόγων
      δοτική τῷ σλαυολόγ τοῖς σλαυολόγοις
    αιτιατική τὸν σλαυολόγον τοὺς σλαυολόγους
     κλητική ! σλαυολόγε σλαυολόγοι
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σλαυολόγος < Σλαῦ(ος) (Σλάβος) + -ο- + -λόγος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σλαυολόγος αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία