σκόνισμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σκόνισμα < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈsko.ni.zma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκό‐νι‐σμα
Ουσιαστικό επεξεργασία
σκόνισμα ουδέτερο
- το βρόμισμα κάποιου αντικειμένου με σκόνη
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σκόνισμα
|