σκολύμπρι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σκολύμπρι | τα | σκολύμπρια |
γενική | του | σκολυμπριού | των | σκολυμπριών |
αιτιατική | το | σκολύμπρι | τα | σκολύμπρια |
κλητική | σκολύμπρι | σκολύμπρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σκολύμπρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σκόλυμβρ(ος) + -ιον < αρχαία ελληνική σκόλυμος
Ουσιαστικό
επεξεργασίασκολύμπρι ουδέτερο
- (φυτό) άλλη μορφή του σκόλυμπρος
Μεταφράσεις
επεξεργασία σκολύμπρι
|
Πηγές
επεξεργασία- σκόλυμπρος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- σκολύμπρι - Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.