Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σκιόφοβος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
σκιόφοβ
ος
η
σκιόφοβ
η
το
σκιόφοβ
ο
γενική
του
σκιόφοβ
ου
της
σκιόφοβ
ης
του
σκιόφοβ
ου
αιτιατική
τον
σκιόφοβ
ο
τη
σκιόφοβ
η
το
σκιόφοβ
ο
κλητική
σκιόφοβ
ε
σκιόφοβ
η
σκιόφοβ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
σκιόφοβ
οι
οι
σκιόφοβ
ες
τα
σκιόφοβ
α
γενική
των
σκιόφοβ
ων
των
σκιόφοβ
ων
των
σκιόφοβ
ων
αιτιατική
τους
σκιόφοβ
ους
τις
σκιόφοβ
ες
τα
σκιόφοβ
α
κλητική
σκιόφοβ
οι
σκιόφοβ
ες
σκιόφοβ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
σκιόφοβος
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
σκιόφοβος
→ λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σκιόφοβος