σκιούπι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σκιούπι | τα | σκιούπια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | σκιούπι | τα | σκιούπια |
κλητική | σκιούπι | σκιούπια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σκιούπι < σλαβικής προέλευσης ску̑п (skûp, ακριβός)[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίασκιούπι ουδέτερο
- (φρούτο) ποικιλία μήλου
- ※ Οι ποικιλίες των μήλων εκείνη την εποχή πέραν των πασίγνωστων φιρικιών του Πηλίου είναι τα σκιούπια, οι μανιές, τα ουάιν, τα πολίτικα και άλλες ποικιλίες μήλων που στο πέρασμα του χρόνου εκτοπίστηκαν. (Διονύσης Βαλάσσας, Αγροτικός Συνεταιρισμός Ζαγοράς Πηλίου: 101 χρόνια δημιουργίας, https://www.tovima.gr, 23.11.2017)
Μεταφράσεις
επεξεργασία σκιούπι
|
- ↑ ή < σλαβικής προέλευσης ску̏п (skȕp, μαζεμένος)