Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκιούπι τα σκιούπια
      γενική
    αιτιατική το σκιούπι τα σκιούπια
     κλητική σκιούπι σκιούπια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκιούπι < σλαβικής προέλευσης ску̑п (skûp, ακριβός)[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σκιούπι ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία