σκιουράκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σκιουράκι | τα | σκιουράκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | σκιουράκι | τα | σκιουράκια |
κλητική | σκιουράκι | σκιουράκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
σκιουράκι < σκίουρ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /sci.uˈɾa.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκι‐ου‐ρά‐κι
Ουσιαστικό επεξεργασία
σκιουράκι ουδέτερο
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε σκίουρος
σκιουράκι
|