σκελέα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σκελέα | οι | σκελέες |
γενική | της | σκελέας | των | σκελεών |
αιτιατική | τη | σκελέα | τις | σκελέες |
κλητική | σκελέα | σκελέες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σκελέα < αρχαία ελληνική σκέλεαι (πληθυντικός) < σκέλος
Ουσιαστικό
επεξεργασίασκελέα θηλυκό
- εσώρουχο σε σχήμα παντελονιού, κυρίως στρατιωτικής χρήσης· (μακρύ) σώβρακο
- ⮡ στους νεοσύλλεκτους φαντάρους, μαζί με τις στολές και τα υπόλοιπα στρατιωτικά είδη, δίνουν και σκελέες, που τις φορούν συνήθως όταν έχει πολύ κρύο