Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σκατόκαιρος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
σκατόκαιρ
ος
οι
σκατόκαιρ
οι
γενική
του
σκατόκαιρ
ου
των
σκατόκαιρ
ων
αιτιατική
τον
σκατόκαιρ
ο
τους
σκατόκαιρ
ους
κλητική
σκατόκαιρ
ε
σκατόκαιρ
οι
Κατηγορία
όπως «
αντίλαλος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
σκατόκαιρος
<
σκατό
+
-ο-
+
καιρός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σκατόκαιρος
αρσενικό
άσχημος
καιρός
,
κακοκαιρία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σκατόκαιρος
→
δείτε
τη λέξη
κακοκαιρία