σκατογωνιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σκατογωνιά | οι | σκατογωνιές |
γενική | της | σκατογωνιάς | των | σκατογωνιών |
αιτιατική | τη | σκατογωνιά | τις | σκατογωνιές |
κλητική | σκατογωνιά | σκατογωνιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασκατογωνιά θηλυκό
- (αργκό φυλακισμένων, παρωχημένο) η γωνία του θαλάμου των φυλακών που βρισκόταν δίπλα από τα αποχωρητήρια, όπου οι παλαιότεροι κατάδικοι έβαζαν να κοιμάται στο κρεβάτι που υπήρχε εκεί κάποιο πρεζόνι (καθόσον οι ίδιοι έπιαναν τις άλλες γωνίες, που θεωρούνταν οι «καλές»)
- ※ Άραξε στη σκατογωνιά! (προσταγή)
- Ηλίας Πετρόπουλος, Παροιμίες του υποκόσμου.
- ※ Άραξε στη σκατογωνιά! (προσταγή)
Μεταφράσεις
επεξεργασία σκατογωνιά
|
Πηγές
επεξεργασία- Ηλίας Πετρόπουλος (2019), Παροιμίες του υποκόσμου. Αθήνα: Νεφέλη (1η έκδοση: 2002). ISBN 960-211-657-9, σελ. 11.