σκατάς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σκατάς | οι | σκατάδες |
γενική | του | σκατά | των | σκατάδων |
αιτιατική | τον | σκατά | τους | σκατάδες |
κλητική | σκατά | σκατάδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασκατάς αρσενικό