σκανδαλιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σκανδαλιά | οι | σκανδαλιές |
γενική | της | σκανδαλιάς | των | σκανδαλιών |
αιτιατική | τη | σκανδαλιά | τις | σκανδαλιές |
κλητική | σκανδαλιά | σκανδαλιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σκανδαλιά < σκανταλιά < σκάνταλο + -ιά < (ελληνιστική κοινή) σκάνδαλον
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /skan.ðaˈʎa/
Ουσιαστικό
επεξεργασίασκανδαλιά θηλυκό
- άλλη μορφή του σκανταλιά
Μεταφράσεις
επεξεργασία σκανδαλιά
|