Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ σκίαστρον τὰ σκίαστρα
      γενική τοῦ σκιάστρου τῶν σκιάστρων
      δοτική τῷ σκιάστρ τοῖς σκιάστροις
    αιτιατική τὸ σκίαστρον τὰ σκίαστρα
     κλητική ! σκίαστρον σκίαστρα
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈsci.a.stɾon/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκί‐α‐στρον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σκίαστρον ουδέτερο