↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
σῑτοφῠλᾰκ-
ονομαστική σιτοφύλαξ οἱ σιτοφύλακες
      γενική τοῦ σιτοφύλακος τῶν σιτοφυλάκων
      δοτική τῷ σιτοφύλακ τοῖς σιτοφύλαξ(ν)
    αιτιατική τὸν σιτοφύλακ τοὺς σιτοφύλακᾰς
     κλητική ! σιτοφύλαξ σιτοφύλακες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σιτοφύλακε
γεν-δοτ τοῖν  σιτοφυλάκοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σιτοφύλαξ < σῖτ(ος) + -ο- + φύλαξ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σιτοφύλαξ αρσενικό

  • (επάγγελμα) υπάλληλος (ένας από τους δέκα, πέντε στην Αθήνα και ισάριθμοι στον Πειραιά) που είχε την ευθύνη να καταγράφει τις εισαγωγές σιταριού αλλά και να επιβλέπει την πώλησή του, όπως και την πώληση αλεύρων και ψωμιού
    → δείτε  και τον πληθυντικό σιτοφύλακες

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις σῖτος και φύλαξ