Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σιτοφάγος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
σιτοφάγ
ος
οι
σιτοφάγ
οι
γενική
του
σιτοφάγ
ου
των
σιτοφάγ
ων
αιτιατική
τον
σιτοφάγ
ο
τους
σιτοφάγ
ους
κλητική
σιτοφάγ
ε
σιτοφάγ
οι
Κατηγορία
όπως «
δρόμος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
σιτοφάγος
<
σίτος
+
-ο-
+
-φάγος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σιτοφάγος
αρσενικό
(
εντομολογία
) η
σιταρόψειρα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σιτοφάγος