σιταγωγία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σιταγωγία < ελληνιστική κοινή σῑτᾰγωγῐ́α < αρχαία ελληνική σιταγωγός < σῖτος + ἄγω
Ουσιαστικό επεξεργασία
σιταγωγία θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σιταγωγία
|