σιρίτι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σιρίτι | τα | σιρίτια |
γενική | του | σιριτιού | των | σιριτιών |
αιτιατική | το | σιρίτι | τα | σιρίτια |
κλητική | σιρίτι | σιρίτια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σιρίτι < (άμεσο δάνειο) τουρκική şerit < αραβική شريط (şarīt)
Ουσιαστικό
επεξεργασίασιρίτι ουδέτερο
- ταινία μεταξωτού ή χρυσοΰφαντου υφάσματος που ράβεται στις στολές, στα πηλήκια, στα καπέλα κλπ. ως διακοσμητικό ή διακριτικό
- (συνεκδοχικά) το αξίωμα
- το πολύχρωμο φτέρωμα μερικών πουλιών