Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σιντοϊσμός οι σιντοϊσμοί
      γενική του σιντοϊσμού των σιντοϊσμών
    αιτιατική τον σιντοϊσμό τους σιντοϊσμούς
     κλητική σιντοϊσμέ σιντοϊσμοί
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σιντοϊσμός < (λόγιο δάνειο) αγγλική shintoism < ιαπωνική 神道 (shintō)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /sin.do.iˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σι‐ντο‐ϊ‐σμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σιντοϊσμός αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία