σιντοϊσμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σιντοϊσμός | οι | σιντοϊσμοί |
γενική | του | σιντοϊσμού | των | σιντοϊσμών |
αιτιατική | τον | σιντοϊσμό | τους | σιντοϊσμούς |
κλητική | σιντοϊσμέ | σιντοϊσμοί | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /sin.do.iˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σι‐ντο‐ϊ‐σμός
Ουσιαστικό επεξεργασία
σιντοϊσμός αρσενικό
- (θρησκεία) ιαπωνικό θρησκευτικό σύστημα πίστης το οποίο πιστεύει στους προγόνους και θεοποιεί τις δυνάμεις της φύσης
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σιντοϊσμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας