σιδηροπωλείο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /si.ði.ɾo.poˈli.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σι‐δη‐ρο‐πω‐λεί‐ο
Ουσιαστικό επεξεργασία
σιδηροπωλείο ουδέτερο
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σιδηροπωλείο
|