Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σιδηρογροθιά οι σιδηρογροθιές
      γενική της σιδηρογροθιάς των σιδηρογροθιών
    αιτιατική τη σιδηρογροθιά τις σιδηρογροθιές
     κλητική σιδηρογροθιά σιδηρογροθιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σιδηρογροθιά < σίδηρος + γροθιά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σιδηρογροθιά θηλυκό

  • όπλο (μεταλλικό αντικείμενο) το οποίο φοριέται στο χέρι και προκαλεί μεγάλες ζημιές σ' αυτόν που δέχεται τη γροθιά

  Μεταφράσεις επεξεργασία