σιδηροβιομήχανος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | σιδηροβιομήχανος | οι | σιδηροβιομήχανοι |
γενική | του/της του |
σιδηροβιομηχάνου σιδηροβιομήχανου |
των | σιδηροβιομηχάνων & σιδηροβιομήχανων |
αιτιατική | τον/τη | σιδηροβιομήχανο | τους/τις τους |
σιδηροβιομηχάνους σιδηροβιομήχανους |
κλητική | σιδηροβιομήχανε | σιδηροβιομήχανοι | ||
Ο δεύτερος τύπος της γενικής ενικού και αιτιατικής πληθυντικού, μόνο για το αρσενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «βιομήχανος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- σιδηροβιομήχανος < σιδηρο- + βιομήχανος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
σιδηροβιομήχανος αρσενικό
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
σιδηροβιομήχανος
|