σιδεράκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σιδεράκι | τα | σιδεράκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | σιδεράκι | τα | σιδεράκια |
κλητική | σιδεράκι | σιδεράκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σιδεράκι < υποκοριστικό του σίδερο
Ουσιαστικό επεξεργασία
σιδεράκι ουδέτερο
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σιδεράκι
|