σιδεράκια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | σιδεράκια | ||
γενική | — | |||
αιτιατική | τα | σιδεράκια | ||
κλητική | σιδεράκια | |||
Η κατάληξη -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σιδεράκια < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίασιδεράκια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (ορθοδοντική) μηχανισμός που προσαρμόζεται στην οδοντοστοιχία για να την ευθυγραμμίσει