Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σιγουράκι τα σιγουράκια
      γενική
    αιτιατική το σιγουράκι τα σιγουράκια
     κλητική σιγουράκι σιγουράκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σιγουράκι < σίγουρ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -άκι

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /si.ɣuˈɾa.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σι‐γου‐ρά‐κι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σιγουράκι ουδέτερο

  • (ανεπίσημο) κάτι που είναι αρκετά σίγουρο εκ των προτέρων
    ※  Προκαταβολικές ρευστοποιήσεις στη Wall Street: «Σιγουράκι» η ισχυρή αύξηση επιτοκίων ( reporter.gr, 20/09/2022 [1])

  Μεταφράσεις επεξεργασία