σηπτικότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σηπτικότητα < καθαρεύουσα σηπτικότης (μαρτυρείται από το 1847) < σηπτικός
Ουσιαστικό επεξεργασία
σηπτικότητα θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σηπτικότητα
|
σηπτικότητα θηλυκό
|